φλεβορραγία

φλεβορραγία
η мед. венозное кровотечение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φλεβορραγία" в других словарях:

  • φλεβορραγία — η, ΝΜΑ αιμορραγία από φλέβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο ρραγία. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. γαλλ. phleborragie] …   Dictionary of Greek

  • φλεβορραγία — η (ιατρ.), ρήξη φλέβας και αιμορραγία της, φλεβική αιμορραγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλεβορραγίαν — φλεβορραγίᾱν , φλεβορραγία bursting of a vein fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεβορραγίης — φλεβορραγία bursting of a vein fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»